- Βοημία
- (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή παρουσιάζεται σαν μια μεγάλη λεκάνη με κυματοειδή επιφάνεια και σχεδόν τετράγωνο σχήμα, που περιβάλλεται και από τις τέσσερις πλευρές από ορεινούς όγκους: ΒΑ τα Σουδητικά Όρη, τα Όρη των Γιγάντων και τα Όρη της Λουσατίας, ΒΔ τα Όρη Ερτς, ΝΔ, συνδεδεμένο μέσω του ορεογραφικού κόμβου του Φιχτελγκεμπίργκε (Όρη Φίχτελ), τον Βοημικό Δρυμό και, τέλος, ΝΑ τα κυματοειδή υψώματα της Μοραβίας. Η περιοχή διαρρέεται από τον Έλβα, που πηγάζει από τα Όρη των Γιγάντων και, αφού σχηματίσει ένα ευρύ τόξο προς τα Ν, βγαίνει από το βοημικό τετράπλευρο, ανοίγοντας δρόμο μέσα από τα Όρη Ερτς και τα Όρη της Λουσατίας. Μεγαλύτερος παραπόταμός του είναι ο Μολδάβας (τσέχ. Vltava). Πολιτικά, η περιοχή της Β. συνορεύει με την Αυστρία στα ΝΑ, τη Γερμανία στα Δ και τα ΒΔ, την Πολωνία στα Β και ΒΑ και την τσέχικη περιοχή της Μοραβίας στα Α.
Οι κάτοικοι της Β. είναι στην πλειονότητά τους Τσέχοι και ασχολούνται με τη γεωργία (δημητριακά, πατάτες, ζαχαρότευτλα και κηπευτικά), την κτηνοτροφία, την εκμετάλλευση των δασών και του ορυκτού πλούτου (άνθρακας, σίδηρο, ουράνιο, χαλκός και μόλυβδος) και με τη βιομηχανία (μεταλλουργία, χαρτοποιία, υφαντουργία, κεραμική και ζυθοποιία). Σπουδαιότερη πόλη είναι η Πράγα, πρωτεύουσα της Τσεχίας. Άλλες πόλεις είναι οι Πίλσεν (Πλζεν), Λίμπερετς, Ούστι νατ Λάμπεμ, Τσέσκε Μπούντεγιοβιτσε, Χράντετς Κράλοβε, Πάρνουμπιτσε και Κάρλοβι Βάρι (Κάρλσμπαντ).
Ιστορία.Οι Βόιοι ή Βοιοί (βλ. λ.), κελτική φυλή που κατοικούσε αρχικά στη χώρα και από τους οποίους ονομάστηκε η περιοχή (ρωμ. Boiohaemia), υποτάχτηκαν κατά τον 6o αι. μ.Χ. στον σλαβικό λαό των Τσέχοβε (Τσέχοι), οι οποίοι υπό την ηγεσία του βασιλιά Σάμο ίδρυσαν τον επόμενο αιώνα ένα μεγάλο κράτος, που γρήγορα όμως υποχρεώθηκε να πολεμήσει κατά της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (εκστρατείες Καρλομάγνου και Λουδοβίκου Γερμανικού) και τελικά δέχτηκε την εισβολή των Ούγγρων. Έτσι, η Μεγάλη Μοραβία, όπως λεγόταν το σλαβικό κράτος –γιατί περιλάμβανε τότε, εκτός από τη Β., τη Μοραβία, τη νότια Πολωνία και τμήμα της αρχαίας επαρχίας της Πανονίας– περιορίστηκε μόνο στη Β., στην πρωτεύουσα της οποίας, την Πράγα, είχε εγκατασταθεί στο μεταξύ η δυναστεία των Πρζεμισλιδών (8ος αι.), χάρη στην οποία οι Βοημοί προσηλυτίστηκαν στον χριστιανισμό από τους αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο (από το 863). Την εποχή του Βολεσλάου Α’ (μέσα 10ου αι.), το δουκάτο της Β. αποτελούσε τον ισχυρότερο κρατικό πυρήνα στην κεντρική Ευρώπη. Το 1158, ο Λαδίσλαος Β’ αναγνωρίστηκε βασιλιάς και το 1212 ο Ότοκαρ Β’ αναγνωρίστηκε επίσημα από την Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τη Χρυσή Βούλα (γνωστή και ως σικελική) που εξέδωσε ο Φρειδερίκος Β’ της Σουηβίας.
Το μεγάλο αυτό φεουδαρχικό κράτος, που είχε πλέον συνενωθεί με τη Στυρία και την Καρινθία (σημερινά γερμανικά κρατίδια) είχε θλιβερό τέλος, γιατί ήρθε σε σύγκρουση με την αυτοκρατορία και ιδιαίτερα με τα εδαφικά συμφέροντα των Αψβούργων. Μάταια ο Ότοκαρ Β’, ο Βεγκέσλαος Β’ και ο Βεγκέσλαος Γ’ (ο τελευταίος των Πρζεμισλιδών) προσπάθησαν να αντισταθούν στη δημιουργία από τους Αψβούργους μιας κεντροευρωπαϊκής αυτοκρατορίας, που προϋπέθετε συνένωση στο στέμμα της Β. του στέμματος της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.
Το 1310, ο θρόνος περιήλθε στη λουξεμβουργιανή δυναστεία και την εποχή του Καρόλου Δ’ (Α’ της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) η Β. έφτασε στο μεγαλύτερο σημείο της ακμής της. Ο Κάρολος εξέδωσε το 1356 τη Χρυσή Βούλα, που επικύρωνε την αυτονομία της Β., στα εσωτερικά της οποίας δεν θα επενέβαινε η αυτοκρατορία, και ταυτόχρονα ο βασιλιάς της Β. αναγνωριζόταν ως ένας από τους επτά αυτοκρατορικούς εκλέκτορες. Μετά τον θάνατο του Καρόλου, όμως, η κατάσταση άλλαξε. Η θρησκευτική μεταρρύθμιση του Γιαν Χους (1378-1419) και η άνοδος του βοημικού εθνικισμού που βρισκόταν σε σφοδρή αντίθεση με την αδιαλλαξία των καθολικών και τον βαθμιαίο εκγερμανισμό της χώρας, είχαν ως αποτέλεσμα τους αποκαλούμενους Ουσιτικούς πολέμους (1419-36), που τερματίστηκαν –τυπικά μόνο– με τα Άρθρα της Πράγας, τα οποία καθόριζαν την επάνοδο της Β. στους κόλπους της Εκκλησίας της Ρώμης.
Ο Φερδινάνδος της Αυστρίας (1526) συνένωσε τη χώρα με τις αψβουργικές κτήσεις, αλλά, όπως και οι προκάτοχοί του, ούτε αυτός ούτε οι διάδοχοί του έκαναν κάτι για να εξαλείψουν τα αίτια του αντιγερμανικού αγώνα. Έτσι, το 1618, ξέσπασε η περίφημη εξέγερση, κατά την οποία οι αγανακτισμένοι Βοημοί προτεστάντες πέταξαν από το παράθυρο τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα και η οποία έμεινε στην ιστορία ως Εκπαραθύρωση της Πράγας, αποτελώντας την αφορμή του καταστρεπτικού Τριακονταετούς πολέμου. Οι Βοημοί νικήθηκαν στο Λευκό Όρος (1620) και ο αυτοκράτορας επέβαλε αιματηρά αντίποινα αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό, ενώ ταυτόχρονα ξανάρχισε με μεγαλύτερη βιαιότητα ο εκγερμανισμός της χώρας, ιδίως την εποχή του Ιωσήφ Β’ (1780-90).
Η πνευματική και πολιτική κίνηση στη Β., που δεν έπαψε άλλωστε ποτέ να υπάρχει (παρά τις αντιξοότητες), έλαβε νέα ορμή με την ώθηση του Διαφωτισμού και των αρχών της Γαλλικής επανάστασης και σημείωσε την πρώτη αξιόλογη εκδήλωση στο σλαβικό συνέδριο της Πράγας (1848), που οι επιδιώξεις του καταπνίγηκαν για άλλη μία φορά από την Αυστρία με τα όπλα. Μόνο το 1918, με την κατάρρευση των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, η Β. ανάκτησε την ανεξαρτησία της μέσα στη νέα δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, η οποία είκοσι χρόνια αργότερα (1939) διαμελίστηκε από τη ναζιστική Γερμανία. Η Β. και η Μοραβία συνενώθηκαν τότε στο ομώνυμο γερμανικό προτεκτοράτο, με τη διοίκηση ενός Reichsprotector. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η Β. επανήλθε στο προηγούμενο στάτους της Τσεχοσλοβακίας, αυτή τη φορά υπό τη σοβιετική επιρροή και αφού εκκαθαρίστηκε από τον γερμανικό πληθυσμό της, αλλά διαμελίστηκε σε 9 επαρχίες, οι οποίες το 1960 μειώθηκαν σε πέντε. Το 1993, με τη διάλυση της Τσεχοσλοβακίας, η Β. πέρασε στη Δημοκρατία της Τσεχίας, αλλά δεν αποτελεί πλέον ενιαία επαρχία (όπως άλλωστε και η Μοραβία και η Σιλεσία που συναποτελούν τις παραδοσιακές επαρχίες της Τσεχίας). Παραμένει όμως, και λόγω της Πράγας, το κέντρο της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας.
Εξάλλου, από την ονομασία της Β. προήλθε και ο όρος μποέμ που καθιερώθηκε τον 19ο αι. για να περιγράψει τους ανέμελους καλλιτέχνες.
Βοημικός Δρυμός(γερμ. Böhmerwald, τσέχ. Esky Les). Ορεινή αλυσίδα της κεντρικής Ευρώπης. Εκτείνεται σε μήκος περίπου 250 χλμ., με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ, μεταξύ του νοτιοανατολικού τμήματος της Γερμανίας και της Τσεχίας. Ο Βοημικός Δρυμός, ο οποίος αποτελεί το μορφολογικό στοιχείο που χωρίζει το Σουηβοβαυαρικό υψίπεδο της Β. στα ΒΑ, διακρίνεται συνήθως στον Κάτω Βοημικό Δρυμό, που είναι το βόρειο τμήμα (τσέχ. Javor) και στον Άνω Βοημικό Δρυμό, που είναι το νότιο τμήμα (τσέχ. Sumava). Το τελευταίο αυτό αποτελείται από διάφορους ορεινούς όγκους, μεταξύ των οποίων οι σπουδαιότεροι είναι ο Βαυαρικός Δρυμός (γερμ. Βayerischer Wald)ή Πρόσθιος στα ΝΔ και ο Οπίσθιος Δρυμός στα ΒΑ. Η ορεινή αυτή αλυσίδα, αρκετά πλούσια σε μαρτυρίες για την παγετωνική δράση της τεταρτογενούς περιόδου, χαρακτηρίζεται από ανάγλυφα γενικά αρκετά απαλού σχήματος και φτάνει στο ψηλότερο σημείο στο Γκρόσερ Άρμπερ (1.456 μ.) της Βαυαρίας. Μολονότι υπάρχουν βοσκότοποι, το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας στις πλαγιές της οροσειράς καλύπτεται από δάση κωνοφόρων. Η εκμετάλλευση του δασικού αυτού πλούτου αποτελεί σημαντικό πλουτοπαραγωγικό κλάδο.
Προγλωττίδα του βοθριοκέφαλου, που ζει παρασιτικά στο έντερο του ανθρώπου, του σκύλου και άλλων θηλαστικών.
Η "Εκπαραθύρωση της Πράγας" (1618), σε χαλκογραφία της εποχής. Η εξέγερση των Βοημών κατά της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκροτορίας έγινε αφορμή του Τριακονταετούς πολέμου που αναστάτωσε την Ευρώπη.
Τοιχογραφία στον πύργο Κάρλστεϊν της Βοημίας, που εικονίζει τον αυτοκράτορα Κάρολο Δ’ (14ος αι.) και είναι ενδεικτική της θρησκευτικής έξαρσης της εποχής.
Ο πύργος του Μπένεσοβ νατ Πλοούτσνιτσι, εξαίρετο δείγμα αρχιτεκτονικής της Αναγέννησης, στη Βοημία, που αποτελεί μία από τις πλουσιότερες σε καλλιτεχνικά μνημεία περιοχές της κεντρικής Ευρώπης.
Dictionary of Greek. 2013.